- εύδιος
- ο (ΑΜ εὔδιος, -ον) [ευδία](για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.)μσν.-αρχ.(για πρόσ.) φαιδρός, ήπιος («εὔδιος ἡ ψυχή», Ιουστ.)αρχ.1. ειρηνικός, ήσυχος («εὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔδιονη ιδιότητα τού ευδίου («τὸ εὔδιον τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)3. αυτός που ασχολείται με κάτι όταν είναι καλοκαιρία4. αυτός που φέρνει καλοκαιρία.επίρρ...εὔδιον και εὐδία (Α), εὐδίως (Μ)με γαλήνη, ήσυχα.
Dictionary of Greek. 2013.